συχνότητα

συχνότητα
Στη φυσική, είναι ο αριθμός των κύκλων που διαγράφονται στη μονάδα του χρόνου από ένα φαινόμενο που μεταβάλλεται περιοδικά (κίνηση ενός εκκρεμούς, κίνηση ενός πλανήτη, ηχητικό κύμα, ηλεκτρομαγνητικό κύμα κλπ.). Είναι το αντίστροφο της περιόδου και μετριέται σε κύκλους ανά δευτερόλεπτο. Η μονάδα μέτρησης είναι το χερτς (Hz) που αντιστοιχεί σ’ ένα κύκλο ανά δευτερόλεπτο. Στην περίπτωση ενός φαινομένου διάδοσης κατά κύματα, μεταξύ της ταχύτητας ν του κύματος, του μήκους κύματος λ, της συχνότητας ν και της περιόδου Τ, ισχύει η σχέση: 1 ν ν=1/Τ=ν/λ Ο όρος συχνότητα χρησιμοποιείται περισσότερο για τα τεχνητά ηλεκτρομαγνητικά κύματα, τα οποία για πρακτικούς λόγους τα χωρίζουμε σε διάφορες περιοχές. Έτσι έχουμε περιοχές λίαν χαμηλών σ. (V.L.F.), χαμηλών σ. (L.F.), υψηλών σ. (H.F.), λίαν υψηλών σ. (V.H.F.) και υπέρ - υψηλών σ. (U.H.F.). Στις περιπτώσεις αυτές χρησιμοποιούνται ανάλογα τα πολλαπλάσια του κιλοχέρτς (KHz), ίσου προς 1000 Hz, και μεγαχέρτς (MHz), ίσου προς ένα εκατομμύριο Hz.
* * *
η / συχνότης, -ητος, ΝΜ [συχνός]
η ιδιότητα τού συχνού, το να συμβαίνει κάτι συχνά
νεοελλ.
1. φυσ. φυσικό μέγεθος που εκφράζει πόσες φορές συντελείται ένα περιοδικό φαινόμενο σε ένα δεδομένο χρονικό διάστημα και συμβολίζεται με το λατινικό γράμμα f ή με το ελληνικό ν (α. «συχνότητα περιστροφής» β. «συχνότητα ρεύματος» γ. «συχνότητα συντονισμού» δ. «συχνότητα ταλαντώσεων» ε. «συχνότητα ήχου»)
2. (στατ.-μετεωρ.) ο αριθμός που δείχνει πόσες φορές ορισμένο φαινόμενο συνέβη κατά τη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου
3. (ηλεκτρολ.-φυσ.) ο αριθμός τών πλήρων παλμών ενός εναλλασσόμενου ρεύματος ή ενός ηλεκτρομαγνητικού κύματος
4. φρ. α) «κυκλική συχνότητα»
(για ηλεκτρικές ταλαντώσεις και εναλλασσόμενα ηλεκτρικά ρεύματα) συχνότητα που ταυτίζεται με τη γωνιακή ταχύτητα τής κυκλικής κίνησης
β) «περιοχές συχνοτήτων»
(ραδιοηλ.) αυθαίρετες υποδιαιρέσεις τού φάσματος τών ραδιοσυχνοτήτων οι οποίες χρησιμοποιούνται για ορισμένους σκοπούς και καλύπτουν το τμήμα τού ηλεκτρομαγνητικού φάσματος που μπορεί να δεχθεί διαμόρφωση και να διαδοθεί στον χώρο ως διαμορφωμένο κύμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συχνότητα — η 1. το να εμφανίζεται κάτι συχνά: Η συχνότητα των επισκέψεών του με παραξένεψε. 2. (φυσ.), αριθμός επαναλήψεων ενός περιοδικού φαινομένου στη μονάδα του χρόνου. «Συχνότητα του ήχου», αριθμός των παλμικών κινήσεων στη μονάδα του χρόνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • διαμόρφωση — Όρος που χρησιμοποιείται συχνά στη φυσική, κυρίως σε ό,τι αφορά την ασύρματη επικοινωνία. Δ. κύματος αποκαλείται, για παράδειγμα, η μεταβολή των χαρακτηριστικών του ηλεκτρομαγνητικού κύματος, που καλείται φορέας, από κάποιο πληροφοριακό σήμα, με… …   Dictionary of Greek

  • κβάντο — Στοιχειώδης αδιαίρετη ποσότητα, με την οποία μπορεί να μεταβάλλεται ένα δεδομένο φυσικό μέγεθος. Ωστόσο, όλα τα φυσικά φαινόμενα δεν μεταβάλλονται αναγκαστικά κατά τρόπο ασυνεχή. Ορισμένα, όπως η δράση και η τροχιακή στροφορμή του ηλεκτρονίου,… …   Dictionary of Greek

  • συντονισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο, όταν ένα σύστημα υφίσταται μια εξωτερική περιοδικά μεταβαλλόμενη δράση θέτεται σε παλμική κίνηση με εύρος τόσο μεγαλύτερο, όσο η συχνότητα της εξωτερικής δράσης πλησιάζει προς τη συχνότητα με την οποία θα ταλαντώνονταν το …   Dictionary of Greek

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • εξαναγκασμένες ταλαντώσεις — Η κίνηση ενός συστήματος, ικανού να εκτελέσει ελεύθερη ταλάντωση, όταν επιδράσει σε αυτό μία εξωτερική περιοδική δύναμη. Οι ταλαντώσεις που παράγονται με αυτό τον τρόπο έχουν τη συχνότητα της εξωτερικής δύναμης και όχι τη φυσική συχνότητα… …   Dictionary of Greek

  • ακουστότητα — Χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε ήχου, με το οποίο, καθαρά υποκειμενικά, διαφοροποιείται ο ισχυρός από τον ασθενή ήχο. Η α. συνδέεται με την ένταση του ήχου Ι και την ελάχιστη αντιληπτή ένταση Ιο (κατώφλι α.) με τον τύπο: Α = log (Ι/Ιο). Ο τύπος… …   Dictionary of Greek

  • μεγάφωνο — Ηλεκτροακουστική συσκευή που μετατρέπει ένα ηλεκτρικό σήμα σε ένα αντίστοιχο ηχητικό, εκπέμποντάς το σε κλειστό ή ανοιχτό χώρο. Ανάλογα με την αρχή λειτουργίας, τα μ. διακρίνονται σε ηλεκτροδυναμικά, ηλεκτρομαγνητικά και ηλεκτροστατικά. Τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”